Ως Έλληνες πολίτες, που κατοικούμε στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, εκφράζουμε την έντονη διαμαρτυρία μας προς την Κυβέρνηση και τη Βουλή της Ελλάδας για την υπογραφή και κύρωση της λεγόμενης «Συμφωνίας των Πρεσπών» για την επίλυση των διαφορών του ονόματος του κράτους της FYROM και άλλων θεμάτων μεταξύ της Ελλάδας και της FYROM. Ζητούμε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος από το ελληνικό κράτος, ώστε ο ελληνικός λαός να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του σε σχέση με τη «Συμφωνία». Οι βασικότεροι λόγοι για τους οποίους είμαστε αντίθετοι με αυτή της «Συμφωνία» είναι οι εξής:
Συγκεκριμένα, αν και το άρθρο 1 παρ. 4 ζ αυτής προβλέπει ρητά ότι δεν εκκινεί καμία διαδικασία κύρωσης στο ελληνικό Κοινοβούλιο, εκτός κι αν έχουν ολοκληρωθεί όλες οι συνταγματικές και εσωτερικές νομικές διαδικασίες στη γείτονα χώρα, η ελληνική πλευρά έσπευσε να κυρώσει τη συμφωνία πριν ολοκληρωθούν αυτές οι διαδικασίες. Επιπρόσθετα, η «Συμφωνία» δε φέρει ως όφειλε την υπογραφή του Πρόεδρου Δημοκρατίας της FYROM, ενώ δε δόθηκε και η δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι αποδοκιμάστηκε από την πλειοψηφία του λαού της FYROM που σε ποσοστό άνω του 65% απείχε από το διενεργούμενο δημοψήφισμα. Είναι δυσεξήγητο γιατί η Ελλάδα τήρησε υποχωρητική στάση και έσπευσε να υπογράψει αυτή τη «Συμφωνία» τη δεδομένη χρονική στιγμή, παρά το γεγονός ότι η FYROM είχε ανάγκη να έλθει πάση θυσία σε συμφωνία με την Ελλάδα για την επίλυση του ονόματός, ώστε να διατηρήσει την κρατική της υπόσταση μέσω της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ και την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ.
Eίναι γεγονός ότι η FYROM προχώρησε σε μία ελλιπή διαδικασία συνταγματικών τροποποιήσεων σε επίμαχα κεφάλαια του Συντάγματός της, υπό την αίρεση ότι αυτά θα ισχύσουν μόνο εφόσον κυρωθεί από την ελληνική Βουλή και εφόσον κυρωθεί και το πρωτόκολλο ένταξής της χώρας στο ΝΑΤΟ. Η ελληνική Κυβέρνηση δε διασφάλισε την ποιότητα της συνταγματικής αναθεώρησης της γείτονος χώρας, ώστε να εξαλειφθούν πλήρως και οριστικά οι προβληματικές αναφορές σε διατυπώσεις που υποδηλώνουν αλυτρωτισμό. Κατ’ επέκταση, η ελληνική Κυβέρνηση δε μερίμνησε ώστε να αποκλείσει κάθε πιθανότητα μελλοντικής αναθεώρησης του Συντάγματος που θα ενισχύει τον αλυτρωτισμό. Είναι ενδεικτικό ότι στο αναθεωρημένο Σύνταγμα της γείτονος χώρας εξακολουθούν να υπάρχουν συνταγματικές διατάξεις που κάνουν λόγο σε «μακεδονικό λαό» (π.χ. άρθρα 36 και 49 Συντ.), ενώ στο προοίμιο παραμένουν οι όροι «μακεδονικό κράτος» και «Μακεδονία». Όλα αυτά αποτελούν ευθεία παραβίαση του άρθρου 1 παρ. 3 ζ, στο οποίο ορίζεται ότι ο επιθετικός προσδιορισμός για το κράτος, τα επίσημα όργανά του, και τις άλλες δημόσιες οντότητες θα ευθυγραμμίζεται με το επίσημο όνομα της γείτονος χώρας.
Η ελληνική Κυβέρνηση δεν υπερασπίστηκε επαρκώς το όνομα, την ταυτότητα, τη γλώσσα και εν γένει τον πολιτισμό της Μακεδονίας και εν γένει των κατοίκων της ως αναπόσπαστα στοιχεία του Ελληνισμού. Ειδικότερα, η «Συμφωνία» αναγνωρίζει τη FYROM με το επίσημο όνομα «Βόρεια Μακεδονία» (άρθρο 1 παρ. 3 α). Η ονομασία αυτή κατ’ αρχήν δεν έχει ιστορικό και κατ’ επέκταση ακριβές γεωγραφικό υπόβαθρο. Η σημερινή περιοχή της FYROM όψιμα και επίπλαστα έλαβε το όνομα «Μακεδονία» μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως τμήμα του πρώην ομοσπονδιακού κράτους της Γιουγκοσλαβίας, προκειμένου να δημιουργηθεί έρεισμα που θα θεμελιώνει αξιώσεις της Κυβέρνησης Τιτο επί των εδαφών της ελληνικής Μακεδονίας. Ως τότε η ίδια περιοχή έφερε το όνομα «Vardaska Banovina» ή «Vardar Banovina» («Επαρχία του Βαρδάρη»). Ακόμα και στα αρχαία χρόνια η εν λόγω περιοχή αντιστοιχούσε σε τμήματα των περιοχών της Πελαγονίας, Παιονίας και Δαρδανίας και όχι της Μακεδονίας. Συγχρόνως, η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» υπονοεί ότι υφίσταται και περιοχή «Νότια Μακεδονία», με «Μακεδόνες» κατοίκους.
Tο άρθρο 1 παρ. 3 β της «Συμφωνίας» αναγνωρίζει ότι οι πολίτες της «Βόρειας Μακεδονίας» αποκτούν «μακεδονική ιθαγένεια», ενώ με το άρθρο 1 παρ. 3 γ αναγνωρίζεται ότι η επίσημη γλώσσα της γειτονικής χώρας θα είναι η «μακεδονική γλώσσα». Σημειώνεται ωστόσο στο άρθρο 7 παρ. 4 ότι η «μακεδονική γλώσσα» ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών. Η αναγνώριση «μακεδονικής ιθαγένειας» και κατ’ επέκταση «μακεδονικής ταυτότητας» στους πολίτες της Δημοκρατίας της «Βόρειας Μακεδονίας», παρά το γεγονός ότι στην καταγωγή τους είναι Νότιοι Σλάβοι, Αλβανοί, Ρομά, Τούρκοι κ.ά. και ουδεμία σχέση έχουν με τη μακεδονική ταυτότητα και πολιτισμό των Ελλήνων, οδηγεί σε αναπόφευκτη σύγχυση αυτών με τους Έλληνες κατοίκους της Περιφέρειας της Μακεδονίας, ενώ ενσπείρει σύγχυση και ως προς την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Συνεπώς, είναι άξιο απορίας και χρήζει επαρκούς διευκρίνησης, γιατί η ελληνική πλευρά, δεν αντιτάχθηκε σθεναρά στον όρο «μακεδονική ιθαγένεια». Ομοίως, η ελληνική πλευρά δεν αντιτάχθηκε στην αναγνώριση της «μακεδονικής γλώσσας» ως επίσημης γλώσσας της γείτονος χώρας, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω γλώσσα αποτελεί σερβοβουλγαρικό γλωσσικό ιδίωμα, έτσι ώστε ο όρος «μακεδονική γλώσσα» δεν αποδίδει την πραγματικότητα, ενώ δημιουργεί κινδύνους σύγχυσης με την ελληνική γλώσσα που ομιλούν οι Έλληνες της Μακεδονίας και όχι μόνο. Ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση προκαλείται και από το γεγονός ότι η ομιλούμενη γλώσσα σε μια περιοχή αποτελεί βασικό στοιχείο που προσδιορίζει μια εθνότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, η αναγνώριση του παραπάνω ιδιώματος ως «μακεδονικής γλώσσας» θα μπορούσε να οδηγήσει και στην επίπλαστη αναγνώριση έθνους «Μακεδόνων» ή «μακεδονικής» μειονότητας.
Οι παραπάνω αναγνωρίσεις από τη «Συμφωνία» ενισχύουν την παραχάραξη της ιστορίας και συντελούν σε περαιτέρω σφετερισμό ευαίσθητων ιστορικών δεδομένων της Μακεδονίας και του πολιτισμού της. Διατηρείται έτσι ορθάνοιχτη η κερκόπορτα του αλυτρωτικού «Μακεδονισμού» σε βάρος της Ελλάδας.
Η σύγχυση επιτείνεται και από το άρθρο 7 παρ. 1 της «Συμφωνίας» που ορίζει ότι: «τα Μέρη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους “Μακεδονία” και “Μακεδόνες” αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά». Στο πλαίσιο αυτό όμως δημιουργούνται προϋποθέσεις κίβδηλης αναγνώρισης κατά το δοκούν περισσότερων και όχι απαραίτητα ίδιων περιοχών με το όνομα «Μακεδονία», αλλά και πληθυσμών «Μακεδόνων» με διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά. Κατά συνέπεια, οι όροι «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» σχετικοποιούνται μέσω της «Συμφωνίας». Αυτό επισφραγίζεται και από το άρθρο 7 παρ. 5 της «Συμφωνίας» που ορίζει ότι: «Τίποτα στην παρούσα Συμφωνία δεν αποσκοπεί στο να υποτιμήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ή να αλλοιώσει ή να επηρεάσει τη χρήση από τους πολίτες εκάστου Μέρους».
Η «Συμφωνία» ενέχει κινδύνους υπέρμετρου περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης, αλλά και του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, ιδίως σε ό,τι αφορά δράσεις ή εκδηλώσεις για την υπεράσπιση και προβολή της ελληνικότητας της Μακεδονίας ή έστω για την έκφραση αντιρρήσεων στη «Συμφωνία». Σε αυτό το πλαίσιο, τέτοιες εκδηλώσεις με βάση το άρθρο 6 της «Συμφωνίας» θα μπορούσαν να εκληφθούν ως προπαγάνδα που υποδαυλίζει τον σωβινισμό, την εχθρότητα, τον αλυτρωτισμό και τον αναθεωρητισμό εναντίον της γείτονος χώρας.
Εξίσου προβληματικό είναι και το άρθρο 8 παρ. 5, το οποίο εκχωρεί εξουσίες στα συμβαλλόμενα μέρη και τα υποχρεώνει να προβούν σε αναθεώρηση σχολικών εγχειριδίων και βοηθητικού σχολικού υλικού (χάρτες, ιστορικοί άτλαντες, οδηγοί διδασκαλίας) που αφορούν την ιστορία της Μακεδονίας. Προβλέπεται μάλιστα ότι τέτοιες αναθεωρήσεις θα γίνουν με βάση τις υποδείξεις μιας Κοινής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων που θα συγκροτηθεί ισότιμα και από τα δύο συμβαλλόμενα κράτη. Με αυτόν τον τρόπο δίδεται η δυνατότητα στη γείτονα χώρα να παρεμβαίνει στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης και διδασκαλίας στην Ελλάδα, ιδίως σε ό,τι αφορά την ιστορία της Μακεδονίας. Αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος διδασκαλίας και μεταλαμπάδευσης της ιστορίας της Μακεδονίας και του μακεδονικού πολιτισμού στις νεότερες γενιές εκχωρείται στην προαναφερόμενη διμερή Επιτροπή. Έτσι υπονομεύεται η σχετική συνταγματική εξουσία που διαθέτει το κράτος βάσει του άρθρου 16 παρ. 2 Συντ., σύμφωνα με το οποίο «H παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Kράτους...».
Με δεδομένο ότι «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία» και ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα» (άρθρο 1 παρ. 2-3 Συντ.) εκφράζουμε την έντονη διαμαρτυρία μας για το γεγονός ότι η ελληνική Κυβέρνηση παραβίασε αυτή τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή. Η Κυβέρνηση της Ελλάδας δεν έλαβε καμία εντολή από τον ελληνικό λαό για την υπογραφή της «Συμφωνίας». Ομοίως, δε ζητήθηκε η γνώμη του ελληνικού λαού με δημοψήφισμα ή έστω με δημόσια διαβούλευση. Αντίθετα, η ελληνική Κυβέρνηση υποβάθμισε, υπονόμευσε και σε πλείστες περιπτώσεις κατέστειλε με αθέμιτα μέσα τη σύσσωμη αντίδραση του ελληνικού λαού κατά της «Συμφωνίας». ΑΙΤΗΜΑΤΑ Για τους παραπάνω βασικούς λόγους τονίζουμε ότι η ιστορική αλήθεια της Μακεδονίας και της πολιτιστικής της κληρονομιάς οφείλει να είναι αδιαπραγμάτευτη. Διακηρύσσουμε την αντίθεσή μας στη «Συμφωνία» και ζητούμε από την ελληνική Κυβέρνηση, το Κοινοβούλιο και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας:
|